ζῳοποιήσῃ

ζῳοποιήσῃ
ζῳοποιέω 1
aor subj mid 2nd sg
ζῳοποιέω 1
aor subj act 3rd sg
ζῳοποιέω 1
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζωοποίηση — η (Α ζωοποίησις) [ζωοποιώ] η ενέργεια τού ζωοποιώ, ζωογόνηση, εμψύχωση …   Dictionary of Greek

  • ζωοποίηση — η ζωογόνηση, εμψύχωση, αναζωογόνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωοποιήσῃ — ζωοποιήσηι , ζωοποίησις making alive fem dat sg (epic) ζωοποιέω make alive aor subj mid 2nd sg ζωοποιέω make alive aor subj act 3rd sg ζωοποιέω make alive fut ind mid 2nd sg ζωοποιέω 2 make alive aor subj mid 2nd sg ζωοποιέω 2 make alive aor subj …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοποιήσηι — ζωοποίησις making alive fem dat sg (epic) ζωοποιήσῃ , ζωοποιέω make alive aor subj mid 2nd sg ζωοποιήσῃ , ζωοποιέω make alive aor subj act 3rd sg ζωοποιήσῃ , ζωοποιέω make alive fut ind mid 2nd sg ζωοποιήσῃ , ζωοποιέω 2 make alive aor subj mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώωσις — ζώωσις, ἡ (AM) [ζωώ] 1. το να κάνει κανείς κάποιον ζωντανό, ζωοποίηση, ζωντάνευση, παροχή ζωής 2. η απόδοση στους αστέρες ονομάτων έμβιων όντων μσν. η ανάσταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”